ποῦπος

ποῦπος
ποῦπος
Grammatical information: m.
Meaning: `hoopoe' (Cyran. 20)
Origin: ONOM [onomatopoia, and other elementary formations]
Etymology: The word is onomatop. Cf. ἔποψ.

Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό). . 2010.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ποῦπος — hoopoe masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πούπος — ὁ, Α άλλη κοινή ονομασία τού τσαλαπετεινού. [ΕΤΥΜΟΛ. Ονοματοποιημένη λ. από την κραυγή τού τσαλαπετεινού εποποί, ποποπό, όπως αυτή μαρτυρείται στους κωμικούς (πρβλ. έποψ)] …   Dictionary of Greek

  • Ισημερινός ή Εκουαδόρ — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία του Ισημερινού Έκταση: 283.560 τ. χλμ. Πληθυσμός: 13.447.494 (2002) Πρωτεύουσα: Κίτο (1.399.814 κάτ. το 2002)Κράτος της Νότιας Αμερικής, στην οροσειρά των Άνδεων. Συνορεύει στα Β με την Κολομβία και στα Α και Ν με το… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”